Έχω συχνά συζητήσεις για το φαινόμενο της ερωτικής μοναξιάς στην εποχή μας. Αν μη τι άλλο, αντιλαμβάνομαι ότι απασχολεί πολύ τους ανθρώπους γύρω μου. Εκείνοι που ανοίγουν τη συζήτηση, έχουν συνήθως ως σημείο αναφοράς τους την πρώτη τους ερωτική (όχι σεξουαλική) εμπειρία και αναπόφευκτα συγκρίνουν αυτά τα γνώριμα ευφορικά συναισθήματα με την οδύνη, ή το κενό που νιώθουν σήμερα. Ωστόσο, οι ψυχοθεραπευτές γνωρίζουμε ότι η πρώτη επιλογή στον έρωτα σπάνια οδηγεί σε σχέση που επιβιώνει στον χρόνο, γιατί είναι ασυνείδητη. Λείπει η αυτογνωσία. Προβάλλουμε στον άλλο άνθρωπο τις δικές μας εσωτερικές αναζητήσεις για να ζήσουμε λαθραία τον έρωτα, ενώ παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον ναρκισσιστικό κύκλο, στη ζωή δηλαδή που μέχρι εκείνη τη στιγμή, ή και μετά, περιλαμβάνει μόνο τον εαυτό μας. Τι και ποιός φταίει λοιπόν που οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε τόσο να συνάψουμε σχέσεις μετέπειτα; Πόσο απαραίτητες, τελικά, είναι αυτές;
Οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι είναι ευκολότερο να αγαπήσουμε παρά να ερωτευτούμε. Πράγματι, ο γνήσιος έρωτας προαπαιτεί τη ρήξη με αυτόν τον ναρκισσιστικό κύκλο, γιατί ο ναρκισσισμός, δηλαδή η ανάγκη για αυτονομία και προσωπική σταθερότητα, ανταγωνίζεται την έντονη, σχεδόν αυτόματη, δραστηριοποίηση μέσα σε μια σχέση στην οποία εστιάζουμε στον άλλο άνθρωπο.
Είναι λοιπόν τόσο δύσκολη αυτή η ρήξη; Οι κοινωνίες της εποχής μας είναι γεμάτες παιδιά που επαινούνται εξόχως από την οικογένειά τους για την αξιοσύνη και την ομορφιά τους. Οποιαδήποτε ευπάθεια και οποιοδήποτε αίσθημα του ανικανοποίητου καταπιέζεται ως επώδυνο και αντισυμβατικό. Εκτός όμως από τον υπερτροφικό ναρκισσισμό του “χαρισματικού παιδιού”, οι κοινωνίες μας περιέχουν και το άλλο άκρο, του παιδιού εκείνης της οικογένειας που δεν έχει χρόνο, ή αντιμετωπίζει καθημερινές συγκρούσεις που δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο για φροντίδα και αγκαλιά. Εδώ, ο φόβος της εγκατάλειψης και η μειωμένη συναίσθηση του εαυτού αποτελούν κατάλοιπα που χρειάζονται διαρκώς την εξωτερική επιβεβαίωση.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο θυμός, η ντροπή κα η ενοχή καταπιέζονται και αυτοαποκλείονται ως ανάρμοστες θέσεις. Η ικανότητα αντοχής του πόνου και του κακού αναστέλλεται και μαζί της αναστέλλεται η ικανότητα να επουλώνονται οι πληγές της καθημερινότητας με αγάπη. Όλα αυτά δημιουργούν μηχανισμούς που επιστρατεύονται στην ενήλικη ζωή, όχι ως άμυνες αλλά ως απαραίτητοι για την προσαρμογή στις ανάγκες της κοινωνίας. Εξάλλου η ίδια η κοινωνία είναι ναρκισσιστική, με τα προβαλόμενα, ακόμη ακόμη και εμπορεύσιμα πρότυπα και γίνεται αντιληπτή, κατά την ενηλικίωση, ως γεμάτη απαιτήσεις για αυτονομία. Επομένως, η ίδια η εποχή μας είναι κάθε άλλο παρά «ρομαντική». Εκτρέφει την ψευδαισθητική παντοδυναμία.
Διόλου τυχαία, οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες, που δεν έχουν ωριμάσει συναισθηματικά, ή παραμένουν εγκλωβισμένες στη σχέση με τους γονείς, βιώνουν την επιθυμία προς εξιδανικευμένους δυνητικούς συντρόφους, όμορφους, αξιόλογους στα μάτια των άλλων, ή εκδηλώνουν επιθυμία για ανθρώπους δύσκολους, που δεν αφήνονται και άρα απαιτούν πολύ μεγάλη προσπάθεια. Εδώ, ο σπουδαίος άλλος, επιλέγεται πιθανόν για τους λάθος λόγους και έτσι αναπαράγεται η πρωταρχική σχέση με τους γονείς.
Συνήθως βέβαια, ο συναισθηματικά ανώριμος, ή ο νάρκισσος, αποζητά την πολλαπλότητα των ευκαιριών, παρασύρει στην αβεβαιότητα και στο ακαθόριστο. Η δε σεξουαλική ικανοποίηση, σύντομα εκπληρώνει την ανάγκη της κατάκτησης και οδηγεί ασυνείδητα στην υποτίμηση του άλλου και μοιραία στην ταυτόχρονη απώλεια τόσο της σεξουαλικής έλξης, όσο και του ερωτικού ενδιαφέροντος. Στη στιγμιαία απόλαυση, κυριαρχεί η επιθυμία που υπερβαίνει τον ερωτικό σύντροφο, που παραμένει ανικανοποίητη στο τέλος της στιγμής. Ο άλλος εγκαταλείπεται εύκολα και η προσοχή στρέφεται εξίσου εύκολα σε νέα θηράματα.
Κι όμως, ο έρωτας όταν συμβαίνει πραγματικά, αποτελεί άσκηση ωριμότητας και ελευθερίας. Ο ερωτευμένος έχει συνειδητοποιήσει τη μοναξιά του και είναι έτοιμος να περάσει τα σύνορα του εαυτού του. Εξάλλου, η ψυχική σύζευξη είναι δυνατή μόνο ως ένωση δύο μοναξιών. Ένα διπλό ένστικτο που μας οδηγεί να ψάξουμε μέσα μας και ταυτόχρονα να προχωρήσουμε έξω και μακριά από τον εαυτό μας, αναγνωρίζοντάς τον μέσα στον άλλο. Θάνατος και ανάσταση, μοναξιά και συντροφικότητα, γράφει ένας ποιητής1. Η επιθυμία κατευθύνεται με απόλυτη αποφασιστικότητα προς έναν και μόνο άλλο άνθρωπο, μοναδικό και αναντικατάστατο. Ο Freud2 πίστευε ότι το να νιώθουμε δεμένοι με το αγαπημένο πρόσωπο είναι κάτι που ενδυναμώνει τα μέγιστα την αίσθηση του “Εγώ” και ότι όποιος έχει τη τύχη να βρίσκεται διαρκώς σε αυτή την κατάσταση, ζει μόνιμα σε ευφορία.
Σε αυτήν τη βαθιά, ουσιαστική, ερωτική εμπειρία, οι επιθυμίες αλληλεπιδρούν, και η επικοινωνία είναι αμοιβαία και υποσυνείδητη. Πόσο τρομακτικά, όμως, είναι αυτά για εκείνον που νιώθει πολύ τρωτός, ανυπόφορα δυσανεκτικός στον πόνο και στην ενοχή; Πως μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να έχει ανάγκη τον άλλον; Η αγάπη αναμφίβολα διεγείρει τον φόβο. Ο Nietsche3 γράφει ότι ο έρωτας είναι σαν βασανιστήριο, ή σαν χειρουργική επέμβαση. Ο ένας από τους δύο είναι πάντοτε ο βασανιστής, ή ο χειρουργός. Μια αυθεντική σχέση δεν μπορεί να μην έχει πόνο έτσι κι αλλιώς. Σε αυτήν, οι δύο μετέχοντες δεν κρύβουν ο ένας από τον άλλον τα πάνω-κάτω της ζωής, τις αμφιβολίες και τα προβλήματα, ή ακόμη τη συναισθηματική αβεβαιότητα που μας γεμίζει τη μία μέρα και μας αδειάζει την επόμενη. Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος που αρνείται το βίωμα του πόνου, αποκλείεει στον εαυτό του τουλάχιστον τη μισή χαρά της ζωής.
Συνηθίζω να λέω ότι η επιτυχημένη σχέση είναι ένα αεροπλάνο με δύο κυβερνήτεςπου πετάει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και όχι δύο αεροπλάνα, το καθένα με τον δικό του κυβερνήτη, σε κοινό σχέδιο πτήσης. Στη δεύτερη περίπτωση, η απώλεια της παράλληλης πορείας μέσα στην κακοκαιρία, ή ακόμη και η σύγκρουση των δύο μέσα στα σύννεφα είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Ακόμη χειρότερα όμως, στα περισσότερα ζευγάρια που αποφασίζουν να συνυπάρξουν, το πρόβλημα είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται αυτή την σύμπραξη ως σημείο εκκίνησης, αλλά ως τόπο άφιξης, μετά από ένα σύντομο, ή όχι και τόσο σύντομο διάστημα ερωτικού διαλόγου. Πως όμως να γίνουν όλα αυτά αντιληπτά σε μια εποχή που προδιαθέτει στην αυτονομία; Ο B. Pascal4υποστηρίζει ότι είμαστε αστείοι που αποζητούμε τη γαλήνη μέσα στην κοινωνία των ομοίων μας.
Η διάσταση του άλλου είναι ταυτόχρονα μέτρο της υπεροχής και της ανεπάρκειας του ανθρώπου. “Μέσα από το έντονο πάθος, συνειδητοποιώ ότι αυτό που με τρομοκρατεί είναι αυτό που διακαώς επιθυμώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Με τρομοκρατεί η μοναξιά στην οποία θα βυθιστώ τη στιγμή που εκείνος, ή εκείνη που επιθυμώ, θα με κάνει να αισθανθώ την απεραντοσύνη της ανάγκης μου για αγάπη”. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί ένας άνθρωπος, που δεν συνειδητοποιεί τη μοναξιά του, ή την καταπιέζει εξελισσόμενος προσθετικά με νέες ιδιότητες, πχ. πτυχία, υλικά αγαθά… και όχι αφαιρετικά – κατά τον Kundera5 -, είναι συνήθως ανίκανος να ερωτευτεί, να αποπλανηθεί και να οδηγηθεί σε έναν άλλον τόπο.
Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος φυλακισμένος στην κλειστή υποκειμενικότητά του, φτωχός μέσα στην αλαζονεία του ότι κατέχει ένα κεφάλαιο που ονομάζεται “Εγώ”, έχει ανάγκη από την ολοκλήρωση, την πραγμάτωση ενός “Eμείς”, την πληρότητα μιας συνάντησης, ώστε να πραγματωθεί η ολότητά του: “είμαστε ατελή όντα που μόνο μέσα από μια σχέση μπορούν να βρουν την πραγμάτωση” γράφει ο Aldo Carotenuto6.
  1. Octavio Paz, Μεξικανός ποιητής και δοκιμιογράφος 
  2. Sigmund Freud, Αυστριακός νευρολόγος-ψυχίατρος, πατέρας της Ψυχανάλυσης 
  3. Friedrich Wilhelm Nietzsche, Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής και κοινωνικός κριτικός 
  4. Blaise Pascal, Γάλλος φυσικομαθηματικός και φιλόσοφος 
  5. Milan Kundera, Τσέχος συγγραφέας 
  6. Aldo Carotenuto, Ιταλός ψυχαναλυτής από τους μεγαλύτερους μελετητές της σκέψης του Jung