Ο
χρόνος που μας χωρίζει από το παρελθόν αποτελείται από μιαν αδιάσπαστη
αλληλουχία αρχαιολογικών και ιστορικών στρωμάτων, δεν είναι ένα χάσμα
που πρέπει να γεφυρωθεί, δεν διακόπτει την πολιτιστική συνέχεια αλλά
αποτελεί το σταθερό έδαφος της διαδικασίας στην οποία έχει τις ρίζες του
το παρόν. Tο παρελθόν συνεχίζει την ύπαρξή και την επίδρασή του
δια μέσω των γενεών, είναι υψίστης σημασίας μορφωτική και ανθρωπιστική
δύναμη.
Ο
κόσμος μας έχει ανάγκη να επιστρέψει σε εποχές, κείμενα και επιτεύγματα
του παρελθόντος που καθόρισαν τη φυσιογνωμία του. Τα επανεξετάζει με
νέα οπτική και σύγχρονα μέσα, τα κρίνει εκ νέου στην προσπάθειά του να
κατανοήσει τόσο τη σύγχρονη εποχή, όσο και τους αιώνες από τους οποίους
αυτή κατάγεται. Μελετώντας το παρελθόν, κατανοεί κανείς ευκολότερα το
παρόν. Το παρελθόν επενεργεί καταλυτικά στο παρόν.
H
Iστορία αναφέρεται πρωτίστως στον άνθρωπο, στη δραστηριότητα και τη
μοίρα του. Eντάσσονται σε αυτήν φυσικά δεδομένα και στοιχεία, όπως το
γεωγραφικό τοπίο, ως κατοικία, ως τόπος εργασίας, επίσης οι δρόμοι της
στεριάς και της θάλασσας, οι ποταμοί. «O άνθρωπος ως φυσικό ον είναι
τοποθετημένος σε καθορισμένη περιοχή, βρίσκεται στους κόλπους της
φυσικής πραγματικότητας, και ταυτόχρονα ζει σε ορισμένη ιστορική εποχή
ενός συγκεκριμένου πολιτιστικού και πνευματικού ορίζοντα». Eίναι γεγονός
αναμφισβήτητο ότι οι γεωγραφικές συνθήκες επηρεάζουν και προσδιορίζουν
σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής και σκέψης, τις πεποιθήσεις και τις
αισθητικές αξίες των τοπικών κοινωνιών και έμμεσα τη μορφή των
πολιτειακών συστημάτων. Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν παντού στη φύση το
στοιχείο της ζωής.
Το
ενδιαφέρον για την αλλοίωση και την καταστροφή του φυσικού
περιβάλλοντος έχει τις ρίζες του στην κλασική αρχαιότητα. Ο Πλάτων
ενδιαφέρονταν ζωηρά για το φυσικό περιβάλλον. Ο σοφιστής Κριτίας, στον
ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα (111,α-δ) περιγράφει με μελανά χρώματα την
αποψίλωση των δασών και την απογύμνωση της γης:
«Eίναι
σαν να αρρώστησε βαριά το σώμα της και τού ‘μειναν μονάχα τα οστά,
καθώς ξεπλύθηκε το παχύ και απαλό της χώμα. Ενώ παλιά και οι γήλοφοι και
τα λεγόμενα βραχώδη της πεδία γεμάτα ήτανε με πλούσια γη, και τα βουνά
της γύρω δασωμένα. Τώρα, θάμνοι φυτρώνουν στα βουνά, μονάχα για τις
μέλισσες τροφή. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που τα δέντρα ήταν
ακόμα σώα και πρόσφεραν το ξύλο τους για τις μεγάλες οροφές των
οικοδομημάτων. Το ετήσιο νερό δεν έρρεε ανεξέλεγκτα από τη αποψιλωμένη
γη στη θάλασσα, το χώμα το συγκρατούσε, το απορροφούσε και το αποταμίευε
σε κοιλότητες, και υπήρχε άφθονο παντού νερό στις κρήνες, στα ποτάμια,
στις πηγές...».
Δεν
διατηρούμε δυστυχώς καλές σχέσεις με τα ποτάμια μας. Tους πετάμε
σκουπίδια και κάθε είδους απορρίμματα, τα μπαζώνουμε και φυτεύουμε από
πάνω σπίτια, αντί για δέντρα. Tα εγκλωβίζουμε σε μπετονένια κανάλια, τα
μετατρέπουμε σε υπονόμους και τελικά σε μονίμως μποτιλιαρισμένους
αυτοκινητόδρομους. Γνωστή η μοίρα των δύο φημισμένων ποταμών της Αττικής
με τα πανάρχαια προελληνικά ονόματά τους, του Iλισσού και του Κηφισού,
αλλά και του βοιωτικού Ασωπού και του μεσσηνιακού Πάμισου.
Στον
Ιλισσό, σύμφωνα με το μύθο, έπαιζε κάποτε με τις φίλες της η Ωρείθυια,
κόρη του βασιλιά Ερεχθέα, όταν την άρπαξε βίαια ο άνεμος Βορέας και την
έκανε γυναίκα του. Ο Πλάτων (Φαίδρος 229) περιγράφει με ευαισθησία το
τοπίο γύρω στις όχθες του ποταμού Ιλισσού που αγαπούσε ιδιαίτερα ο
Σωκράτης. Αναφέρει βωμό του Βορέα κοντά στη διάβαση του ποταμού προς το
ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδας. Ο Φαίδρος, ύστερα από μακρά συζήτηση με
τον Λυσία στο σπίτι του κοντά στο ιερό του Ολυμπίου Διός, βγήκε έξω από
τα τείχη της Αθήνας για να μελετήσει ένα χειρόγραφο σε τόπο ήσυχο,
δροσερό και σκιερό καθώς πλησίαζε μεσημέρι και η ζέστη ήταν αφόρητη. Η
περιοχή του Ιλισσού ήταν τόπος ιδανικός για μελέτη και περισυλλογή, τους
καλοκαιρινούς μήνες. Στο δρόμο ο Φαίδρος συνάντησε τον Σωκράτη. Πέρασαν
ξυπόλυτοι μέσα από την κοίτη του ποταμού, που την περίοδο εκείνη του
καλοκαιριού είχε λίγο αλλά δροσερό και γάργαρο νερό. Κάθισαν κάτω από τη
σκιά μιας «αμφιλαφούς και υψηλής» πλατάνου δίπλα στα «χαρίεντα και
διαφανή» νερά του ποταμού στην απέναντι όχθη, στα κράσπεδα της
καταπράσινης πλαγιάς ενός λοφίσκου, με τα τζιτζίκια να τραγουδούν
ασταμάτητα γύρω τους, ενώ τα φύλλα των δένδρων θρόιζαν, καθώς τα άγγιζε η
δροσερή πνοή του ανέμου. Το παραδείσιο αυτό τοπίο δίπλα στην όχθη του
Ιλισσού συμπλήρωνε μια μικρή χαριέστατη πηγή με παγωμένο νερό και μια
μεγάλη λυγαριά, που με τα άνθη της ευωδίαζε την ατμόσφαιρα. Υπήρχε και
ιερό των Νυμφών και του Αχελώου εκεί κοντά με μικρά πήλινα αφιερώματα,
καθώς και του Πάνα.
Πώς
να περιγράψω σήμερα την πλήρη εξαφάνιση του Ιλισσού και τη μετατροπή
του σε υπόνομο κάτω από το κατάστρωμα των οδών Βασιλέως Κωνσταντίνου,
Καλλιρρόης και Ιλισσού, πού να αποδώσω τη σημερινή κατάντια του πάλαι
ποτέ παριλίσσιου τοπίου. Τι να πω για τα πενιχρά λείψανα του ναού της
Αγροτέρας και τις σύγχρονες οικοδομές που τον περιβάλλουν ασφυκτικά. Οι
μυρωδιές που δεσπόζουν σήμερα εκεί δεν έχουν βέβαια σχέση με τις
ευωδιαστές λυγαριές, το συνεχές μούγκρισμα των αυτοκινήτων δεν θυμίζει
σε τίποτε το άσμα των τζιτζικιών και το θρόισμα των φύλλων. Το
παραδείσιο παριλίσσιο τοπίο έχει μετατραπεί σε κόλαση.
Στα
αρχαία χρόνια, ακολουθώντας κανείς την Ιερά Οδό που οδηγούσε στην
Ελευσίνα, έφτανε στην ειδυλλιακή καταπράσινη παρόχθια περιοχή του
Κηφισού. Εκεί που βρίσκεται σήμερα η Γεωπονική Σχολή και το περιφραγμένο
κάποτε γέρικο ελαιόδενδρο, «η ελιά του Πλάτωνα», υπήρχε σεβάσμιο ιερό
της Δήμητρας και της Κόρης, όπου συλλατρεύονταν η Αθηνά Μορία,
προστάτρια των λιόδενδρων, ο Ποσειδώνας Φυτάλμιος, προστάτης της
βλάστησης και ο άνεμος Ζέφυρος, το δροσερό αεράκι που ερχόταν απ’ την
πλευρά της θάλασσας. Μια θάλασσα από λιόδεντρα που τ’ ασημένια φύλλα
τους πάλλονταν στην πνοή του Ζέφυρου κάλυπτε την παρακηφίσια κοιλάδα.
Εκεί φύτρωνε και η ιερή συκιά, το δένδρο που η θεά Δήμητρα φανέρωσε για
πρώτη φορά στον Φύταλμο, που τη φιλοξένησε.
Η
σημερινή Ιερά Οδός συναντάει ένα ρέμα με στενή και βαθιά κοίτη, που
ρέει ανάμεσα στη Γεωπονική Σχολή και την εκκλησιά του Αγίου Σάββα.
Ήταν κάποτε ο σημαντικότερος από τους τρεις βραχίονες του αρχαίου
Κηφισού. Τον διέσχιζε κανείς περνώντας πάνω από την περίφημη γέφυρα των
«γεφυρισμών», όπου ακούγονταν τα αμοιβαία σκωπτικά πειράγματα ανάμεσα
στους συμμετέχοντες στη μεγάλη πομπή των Ελευσινίων. Η γέφυρα ήταν έργο
του Ρόδιου αρχιτέκτονα Ξενοκλή, που είχε μετοικήσει από τη Λίνδο στην
Αθήνα. Οι έφηβοι με την ενηλικίωση συνήθιζαν να αφιερώνουν τα μαλλιά
τους στον Κηφισό, όπως ο Αχιλλέας που είχε τάξει την κόμη του στο
Σπερχειό, ποταμό της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Η
σημερινή κοίτη του Κηφισού με τη σύγχρονη γέφυρα της Ιεράς Οδού, που
βρίσκεται 1.500 περίπου μέτρα δυτικότερα της αρχαίας, είναι εγκλωβισμένη
σε τσιμεντένια αναχώματα, ενώ πάνω της ρέει αργά αλλά σταθερά, σε
εικοσιτετράωρη βάση ένα τεράστιο συμπαγές «ποτάμι» μποτιλιαρισμένων
δίτροχων και τετράτροχων οχημάτων που μουγκρίζουν ξερνώντας καυσαέρια.
Αντί για σκωπτικά πειράγματα ανταλλάσσονται εκεί καθημερινά χυδαίες
βρισιές μεταξύ των οδηγών της αυτοκινητοπομπής. Ο ειδυλλιακός Κηφισός
μεταλλαγμένος σε τερατώδη λεωφόρο, το γνωστό μας «Ποτάμι»! Στα
τσιμενταρισμένα σωθικά του αντί για γάργαρο νερό κυλάει ένα παράξενο
ερυθροκύανο δυσώδες υγρό που εκβράζεται στο Φαληρικό Δέλτα. Κανείς δεν
τολμά πια να αφιερώσει εδώ τα μακριά μαλλιά της νιότης του. Προτιμά να
προσπεράσει όσο γίνεται ταχύτερα. Guarda et sputa! Ο,τι υπήρχε ανάμεσα
στις εκβολές του Κηφισού, στο Φάληρο, και στο εκκλησάκι του Αγίου
Γεωργίου: ιερά, ναοί, βωμοί θεών και ηρώων έχει μπαζωθεί και αναμένεται
με αγωνία από το 2004 ως σήμερα η φημολογούμενη αξιοποίηση (scribe
τσιμεντοποίηση) της περιοχής.
Η
ίδια, ίσως και χειρότερη μοίρα είναι βέβαιο ότι επιφυλάσσεται και για
το μεγάλο ποτάμι της νότιας και δυτικής Βοιωτίας, τον Ασωπό. Δέχεται τα
πρώτα νερά του στην περιοχή των Λεύκτρων και της Εύτρησης και καθώς ρέει
προς τα ανατολικά ενισχύεται στο δρόμο του απ’ όλα τα ρέματα και τα
μικρότερα ρυάκια της Παρασώπιας περιοχής, πριν καταλήξει στον Ευβοϊκό
Κόλπο, βόρεια του Ωρωπού. Το ποτάμι την εποχή των βροχών κατεβάζει νερό
και γίνεται σχεδόν αδιάβατο (Θουκυδίδης 2.5). Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Δ
383) χαρακτηρίζει τον Ασωπό «βαθύσχοινον» και «λεχεποίην», γιατί στις
όχθες του υπήρχαν παντού θάμνοι μεγάλοι, σχοίνα, και άφθονο χορτάρι.
Σήμερα κατά μήκος του ρου του υπάρχουν μεγάλες ρυπαίνουσες βιομηχανικές
μονάδες και άφθονα σκουπίδια, διασχίζει χωράφια που ραντίζονται με
φυτοφάρμακα, μεταφέρει στην κοίτη του ως τις εκβολές παντοειδή πολύχρωμα
και δυσώδη υγρά και στερεά απόβλητα εργοστασίων και τα ξερνάει στον
Ευβοϊκό! Πώς φτάσαμε αλήθεια ως εδώ; Είναι δυνατό να συνεχίσουμε να
ασεβούμε ατιμωρητί προς το περιβάλλον;
Η
γεωγραφική θέση της Μεσσηνίας κατά μήκος της δυτικής ακτής της
Πελοποννήσου και το ήπιο μεσογειακό κλίμα την ανέδειξαν σε περιοχή
ευνοημένη από τη φύση με μεγάλη ποικιλία ζώων της στεριάς και των νερών
και με παραγωγή αγροτικών προϊόντων με κυρίαρχο το ελαιόλαδο. Ο Πάμισος,
το πλατύ ποτάμι της μεσσηνιακής γης, πλωτό στην αρχαιότητα και πλούσιο
σε ψάρια, που διασχίζει την εύφορη ευλογημένη κοιλάδα που διακαώς
επιθυμούσαν και ασταμάτητα διεκδικούσαν οι Σπαρτιάτες, την Μακαρία των
παιδικών χρόνων του Στέφανου Ληναίου, θεοποιήθηκε και λατρεύτηκε στην
αρχαιότητα και εικονίζεται ως ταύρος ορμητικός, δυνατός και γονιμοποιός.
Κανείς δεν κολυμπά ούτε και ψαρεύει σήμερα στον Πάμισο, η μόλυνση και
δω είναι προχωρημένη με κύρια πηγή τα λύματα από τα ανεξέλεγκτα
λιοτρίβια που χύνονται στους παραπόταμους, κατά κύριο λόγο στον
πανάρχαιο ποταμό Βαλύρα, τη σημερινή Μαυροζούμενα με την ιστορική τριπλή
γέφυρα στο Νεοχώρι του Μελιγαλά. Την γέφυρα της Μαυροζούμενας
κατασκεύασε ο στρατός των Θηβαίων του Επαμεινώνδα που τύχησε την αρχαία
πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, τη Μεσσήνη. Από τη γέφυρα αυτή πέρασε ο
περιηγητής Παυσανίας. Πάνω στη γέφυρα αυτή περπάτησαν Ρωμαίοι, Φράγκοι,
Βενετσιάνοι και Οθωμανοί, ο Σούμπασης Ινάν την επισκεύασε. Γάργαρα νερά
έβρεχαν κάποτε τα στέρεα ποδαρικά της, μελανά αμφίβολης ποιότητας νερά,
ανάκατα με μολυσμένα απόβλητα τα βρέχουνε στις μέρες μας. Ιστορικό
μνημείο ύψιστης σημασίας δεν είναι μόνο η κατασκευασμένη από θνητούς
ανθρώπους γέφυρα που οδηγεί στην Αρκαδική Πύλη της Μεσσήνης, είναι και ο
«ηρωικός» Βαλύρας που δηλητηριάζεται καθημερινά, καθώς και Πάμισος ο
θεϊκός που γονιμοποιεί τις εύφορες κοιλάδες. Τόσο την κατασκευή όσο και
τη χρήση των γεφυριών, τοπόσημων της ελληνικής υπαίθρου, συνοδεύουν
λαϊκές αφηγήσεις, δεισιδαιμονίες, μύθοι και θρύλοι για φημισμένους
μαστόρους και πανέμορφες κυράδες. Το λαϊκό προφορικό αυτό απόθεμα,
κομμάτι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς μας, άρρηκτα δεμένο με την
υλική υπόσταση των γεφυριών και του φυσικού περιβάλλοντος, είναι που
κάνει τη διαφορά και αναδεικνύει τις μοναδικές αυτές χειροποίητες
κατασκευές σε έργα τέχνης, σε μνημεία που ζητούν σήμερα απεγνωσμένα την
προστασία μας.
Η
κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά, προστέθηκαν: η μόλυνση του αέρα, τα
ανεξέλεγκτα νταμάρια, οι ανοιχτές χωματερές, τα τοξικά απόβλητα, τα
ρέματα που κτίστηκαν αυθαίρετα, η αποθέωση του αυτοκινήτου και η
αυτοκρατορία του μπετόν αρμέ. Ζούμε με την ελπίδα και το όνειρο της
ανάκαμψης, περιμένουμε τον «Δήμαρχο Μεσσία» που θα μας σώσει,
δημιουργώντας πάρκα, κήπους, παιδικές χαρές, ελεύθερες παραλίες, που θα
γκρεμίσει τα αυθαίρετα, θα μας απαλλάξει απ’ τις χωματερές και τα
νταμάρια, τα απόβλητα των ελαιοτριβείων. Η ύπαρξη μιας πόλης σχετίζεται
άμεσα με τον αλώβητο περιβάλλοντα φυσικό χώρο της, αν διακοπεί αυτή η
σχέση η πόλη εξαφανίζεται, πεθαίνει.
Ζούμε
σήμερα σ’ ένα παγκόσμιο χωριό, σ’ ένα παγκόσμιο εθνο-τοπίο (global
ethnoscape), όπως νεολογικά το ονομάζει ο Appadurai, και η διανομή
“κοινών εικόνων” για τον κόσμο συνηγορεί υπέρ μιας “κοινής άποψης” για
τον πολιτισμό. Η πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα
σήμερα είναι να κατανοήσει ότι ο πλανήτης αποτελεί μια ολότητα και να
επινοήσει στρατηγικές που θα αποτρέψουν τη ραγδαία καταστροφή του
περιβάλλοντος και την οικονομική ταυτόχρονα κατάρρευσή του, να αναπτύξει
σχέδιο για τη βιωσιμότητα του πολιτισμού μας και την πορεία προς ένα
πιο αισιόδοξο μέλλον. Με άλλα λόγια, “να χτίσουμε έναν κόσμο όπου θα
ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες όλης της ανθρωπότητας και θα μας
επιτρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολιτισμένους”.
Η
ίδρυση της μη κυβερνητικής διεπιστημονικής Οργάνωσης “Ελληνική Εταιρεία
Περιβάλλοντος και Πολιτισμού”, καθώς και η ίδρυση σε συνέχεια μιας
ανάλογης από τον Λέστερ Μπράουν είχαν ως έναυσμα την ατμοσφαιρική
ρύπανση της Αθήνας, την καταστροφή μεγάλου μέρους της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς με στόχο το εύκολο κέρδος, με μοχλό την αντιπαροχή και
συγχωροχάρτι την ατελή νομική προστασία ορισμένων παραδοσιακών οικισμών.
Τρία ρεύματα συνενώθηκαν και δημιούργησαν το πλατύ ποτάμι της
οικολογίας, κατά τον Κώστα Καρρά: η αγάπη για τη φύση, ο σεβασμός της
αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και το ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία.
Aναλύεται η σημερινή δραματική κατάρρευση του ελληνικού και κατ᾽
επέκταση του δυτικού κοινωνικού, οικονομικού και διοικητικού μοντέλου,
καθώς και οι καταστροφικές συνέπειες της κατάρρευσης για το περιβάλλον
και την επιβίωση των κατοίκων. Το πρόβλημα διασάλευσης της ευπαθούς
ισορροπίας μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, με την
τερατώδη διόγκωση του δεύτερου, δεν είναι μόνο ελληνικό ή ευρωπαϊκό,
είναι παγκόσμιο και απειλεί την επιβίωση του ίδιου του πλανήτη Γη. Για
τα φλέγοντα ζητήματα του περιβάλλοντος χρησιμοποιείται γλώσσα καυστική
για τους υπεύθυνους και τους υποκριτές, για τις αυθαιρεσίες των
υπουργών, την κομματοκρατία, τα ρουσφέτια, την απουσία δασολογίου, την
μη τήρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος, την εγκληματική μόλυνση των
ποταμών, της θάλασσας και της ατμόσφαιρας. Οι πελατειακές σχέσεις από
συστάσεως του ελληνικού κράτους είναι εκείνες που διαμόρφωσαν τη
βαθύτατα πωρωμένη σχέση του Δημοσίου με τους πολίτες, οι βραχυπρόθεσμες
επιτυχίες κοντόφθαλμων συναλλαγών διαμόρφωσαν μεσοπρόθεσμα την
αποκρουστική εικόνα του Έλληνα ως ανακόλουθου κατεργάρη.
Η
προστασία του φυσικού κάλλους, των φυσικών και ιστορικών
χαρακτηριστικών και της άγριας πανίδας και των μνημείων είναι θέμα
επιβίωσης και ευημερίας του ανθρώπινου γένους. Εκ των ουκ άνευ είναι και
η καλλιέργεια των ανθρώπων με τρόπο και μέσα που θα τους ωθεί να
διατηρούν άθικτα τα παραπάνω αγαθά, ώστε να μπορούν να τα απολαμβάνουν
και οι επόμενες γενιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου